- μπενζίνα
- η1) бензин; 2) моторная лодка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπενζίνα — και μπεζίνα, η 1. βενζίνη 2. βενζινοκίνητο πλοιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. benzine (βλ. λ. βενζίνη)] … Dictionary of Greek
μπενζίνα — η (λ. γαλλ.) 1. η βενζίνη (βλ. λ.). 2. βενζινοκίνητο μικρό πλεούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)